γηροτροφία

γηροτροφία
γηροτροφ-ία, ,
A = γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.);

τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γηροτροφία — γηροτροφίᾱ , γηροτροφία fem nom/voc/acc dual γηροτροφίᾱ , γηροτροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία …   Dictionary of Greek

  • γηροτροφίας — γηροτροφίᾱς , γηροτροφία fem acc pl γηροτροφίᾱς , γηροτροφία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτροφίης — γηροτροφία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”